- ἐπιθήκην
- ἐπιθήκηadditionfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀπιθήκην — ἐπιθήκην , ἐπιθήκη addition fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιθήκη — ἐπιθήκη, ἡ (Α) 1. προσθήκη, επαύξηση 2. πάπ. κάλυμμα αγάλματος 3. πάπ. χρηματικό ποσό που χορηγείται για κάλυψη δαπανών 4. (κατά τον Ησύχ.) «φερνή», προίκα 5. (η αιτ. ως επίρρ.) ἐπιθήκην παραπάνω, επί πλέον … Dictionary of Greek